- λούτερος
- ο1. λουθηρανός2. αμαρτωλός, ασεβής3. ακατάστατος, άκοσμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. κύριο όν. Lutero «Λούθηρος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λουτεράνος — και λουτεριανός, ο λουθηρανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λουτεράνος < ιταλ. luterano «λουθηρανός», ενώ ο τ. λουτεριανός < κύριο όν. Λούτερος < ιταλ. Lutero «Λούθηρος»] … Dictionary of Greek